- ἐνδίεσαν
- ἐνδίημιchaseimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίεμαι — (Α) 1. φεύγω γρήγορα 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω*. Εξαιρουμένου τού τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω*, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι… … Dictionary of Greek
ενδίημι — ἐνδίημι (Α) διεγείρω, εξερεθίζω («οἱ δὲ νομῆες αὔτως ἐνδίεσαν ταχέας κύνας ὀτρύνοντες», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
dei̯ǝ-2 (di̯ā-, di̯ǝ-, dī-) — dei̯ǝ 2 (di̯ā , di̯ǝ , dī ) English meaning: to swing, move Deutsche Übersetzung: ‘sich schwingen, herumwirbeln (Balt and partly griech.); eilen, nacheilen, streben” Material: O.Ind. dī yati “flies, hovers”; Gk. δῖνος m. “whirl,… … Proto-Indo-European etymological dictionary